-
1 ὁμότεχνος
ὁμό-τεχνος, ον,II as Subst., fellow-workman, Hdt.2.89, Pl.Prt. 328a, Xenarch.7.15 ;ὁ ὁ. τινός Pl. Chrm. 171c
, cf. D.22.58, Aristaenet.1.19 ;οὐδεὶς τῶν ὁ. μου Alex. 173.7
: as title applied to the good physician, Hp.Praec.7.2 neut. ὁμότεχνον, τό, guild, τῶν λαναρίων Keil-Premerstein Zweiter Bericht No. 217(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότεχνος
См. также в других словарях:
ομότεχνος — η, ο (Α ὁμότεχνος, ον) αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος αρχ. 1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμότεχνος ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον συντεχνία, σωματείο… … Dictionary of Greek